Logo Design byFlamingText.com
ΣΤΕΙΛΕ Π.Μ.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟ CHAT
ΕΠΙΣΚΕΨΙΜΟΤΗΤΑ
10-12-2011 έως 17-12-2013
134.981 επισκέπτες
Παρόντες χρήστες
22 χρήστες είναι συνδεδεμένοι αυτήν την στιγμή:: 0 μέλη, 0 μη ορατοί και 22 επισκέπτες :: 1 μηχανή αναζήτησηςΚανένας
Περισσότεροι χρήστες υπό σύνδεση 228, στις Πεμ Φεβ 01, 2024 11:36 pm
Πρόσφατα Θέματα
» Προσλήψεις Αναπληρωτών 2017-18από Admin Τετ Οκτ 25, 2017 1:20 pm
» Προσλήψεις αναπληρωτών 2016-17
από Admin Πεμ Απρ 27, 2017 6:29 pm
» Αιτήσεις αναπληρωτών 2017-18
από Admin Παρ Απρ 14, 2017 8:29 pm
» Προσλήψεις αναπληρωτών στην Ενισχυτική Διδασκαλία
από Admin Τρι Δεκ 13, 2016 4:36 pm
» Αιτήσεις αναπληρωτών 2016-17
από Admin Δευ Οκτ 03, 2016 6:54 pm
» δίχρονα φωνήεντα
από Admin Τετ Ιουλ 06, 2016 4:19 pm
» Προσλήψεις αναπληρωτών 2015-16
από Admin Σαβ Απρ 09, 2016 2:45 pm
» μετάφραση στα αρχαία
από coniecit Κυρ Ιαν 31, 2016 6:35 pm
Ακαδημία του Πλάτωνα
Σελίδα 1 από 1
Ακαδημία του Πλάτωνα
Τι λέει το Καίμπριτζ για την Ακαδημία του Πλάτωνα; (1)
Σημαντικές αποκαλύψεις από το γνωστό Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ για την Φιλοσοφική Σχολή της Ακαδημίας του Πλάτωνα, που άφησε ανεξίτηλο το όνομά της στο διάβα της παγκόσμιας φιλοσοφικής σκέψης εδώ και 2.500 χρόνια!...Διαβάστε, για παράδειγμα, πώς στην κριτική που άσκησε ο Ισοκράτης στη σωκρατική προσπάθεια για τη δημιουργία της επιστήμης της ηθικής συμπεριφοράς, ο Πλάτων απάντησε με αντεπίθεση εναντίον της ρητορικής, που τη χαρακτήρισε ως την εμπειρία της κολακείας του αμαθούς όχλου - και όχι μόνο!..
Η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
Πλάτων. Η ίδρυση της Ακαδημίας, την οποία δημιούργησε ο Πλάτων λίγο μετά την επιστροφή του από την πρώτη επίσκεψη του στη Σικελία, το 387 π.Χ. (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 3 [Πλάτων], 7) -και έχοντας απαλλαγεί από τις ψευδαισθήσεις του για την πολιτική της εποχής του-, σηματοδότησε την πρώτη σοβαρή πρόκληση προς τη σχολή του Ισοκράτη. Οι γνώσεις που διαθέτουμε για τη θέση που είχε η Ακαδημία στη ζωή του Πλάτωνα βασίζονται κυρίως στην Ζ' Επιστολή, η οποία συντάχθηκε το 353 π.Χ., και υποτίθεται ότι ήταν η απάντηση του Πλάτωνα στην αίτηση βοήθειας από υποστηρικτές του Δίωνα στη Σικελία27.
Γεννημένος το 427 π.Χ., από αριστοκρατική οικογένεια, η καταγωγή της οποίας από την πατρική πλευρά αναγόταν στον τελευταίο βασιλέα της Αθήνας, τον Κόδρο, και από τη μητρική στο συγγενή του Σόλωνα Δροπίδη (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 3 [Πλάτων], 1-2), ο Πλάτων επρόκειτο να ακολουθήσει ενεργό πολιτική σταδιοδρομία. Αλλά το καθεστώς στο οποίο τον κάλεσαν να συμμετάσχει ο θείος του Χαρμίδης και ο εξάδελφος της μητέρας του Κριτίας εκφυλίσθηκε στην αυταρχική κυβέρνηση των Τριάκοντα Τυράννων και «σύντομα έκανε την προηγούμενη κυβέρνηση να φαίνεται ως χρυσή εποχή» (Επιστολαί, Ζ', 324b-d). Λίγο καιρό πριν απογοητευθεί από την πολιτική, κατά την παράδοση όταν ήταν είκοσι ετών (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 3 [Πλάτων], 6), ο Πλάτων γνώρισε τον Σωκράτη. Η επίδραση που άσκησε επάνω του ο Σωκράτης ενίσχυσε την αποστροφή του προς το δημοκρατικό πολίτευμα -το οποίο, σύμφωνα με τη δική του διατύπωση, παρέπεμψε σε δίκη και καταδίκασε σε θάνατο για ασέβεια τον άνθρωπο «που δεν θα ντρεπόμουν να αποκαλέσω το δικαιότερο της εποχής του»- και αποξένωσε τον Πλάτωνα ακόμη περισσότερο από την πολιτική, αποκλείοντας την οποιαδήποτε ανάμειξη του στα κοινά.
Μετά το θάνατο του Σωκράτη, ο Πλάτων πήγε με τον Ευκλείδη και άλλα μέλη του σωκρατικού κύκλου στα Μέγαρα (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 3 [Πλάτων], 6·Βιβλίο2 [Σωκράτης και Σωκρατικοί], 106). Έπειτα μετέβη στην Κυρήνη, για να επισκεφθεί το μαθηματικό Θεόδωρο, και τελικώς στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία, όπου συνδέθηκε με τις τοπικές Πυθαγόρειες κοινότητες και έγινε φίλος με τον Αρχύτα, τον πυθαγόρειο τύραννο του Τάραντα, και με τον Δίωνα, ο οποίος τον προσκάλεσε στην Αυλή του πεθερού του, του Διονυσίου Α' του Πρεσβυτέρου, τυράννου των Συρακουσών (περί το έτος 388 π.Χ.). Η πολυτελής ζωή που συνάντησε εκεί, αποστέρησε εντελώς τον Πλάτωνα από την ελπίδα ότι θα εύρισκε κάπου το είδος του ηθικού κλίματος, που -όπως πίστευε- αποτελούσε την προϋπόθεση της σταθερής διακυβέρνησης (Επιστολαί, Ζ', 326b-d).
Στη συνέχεια, όταν επέστρεψε στην Αθήνα, αγόρασε ένα μικρό κτήμα πλάι σε δημόσιο κήπο, που βρισκόταν ακριβώς έξω από την πόλη, δίπλα στον Κολωνό (η περιοχή ονομαζόταν και Ίππιος Κολωνός, από το ναό του Ποσειδώνα που υπήρχε εκεί)- Το κτήμα ονομαζόταν Ακαδημία (ή Ακαδήμεια), από το όνομα ενός τοπικού ήρωα, του προστάτη θεού Ακαδήμου, εξ ου και το όνομα της σχολής. Από τα παλαιότερα χρόνια, η Ακαδημία περιλάμβανε γυμνάσιο, ιερά ελαιόδενδρα, το ελαιόλαδο των οποίων χρησιμοποιείτο στις εορτές των Παναθηναίων, και όπως όλοι οι δημόσιοι τόποι στην Αθήνα, έναν αριθμό ιερών αφιερωμένων σε διάφορες θεότητες28. Δεδομένου ότι ήταν όλα αυτά δημόσια ιδιοκτησία, ούτε ο Πλάτων ούτε οι διάδοχοι του μπορούσαν ποτέ να οικειοποιηθούν οποιοδήποτε τμήμα της, αλλά είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τις εγκαταστάσεις της όπως κάθε πολίτης (Επικράτης, απόσπ. 10 Κ-Α). Το κτήμα, όμως, ήταν προσωπική ιδιοκτησία του Πλάτωνα και τη διέθεσε ο ίδιος στη διαθήκη του μαζί με τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία του (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 3 [Πλάτων], 41-43).
Η Ακαδημία. Η Ακαδημία του Πλάτωνα δεν είχε επίσημη σωματειακή δομή. Δεν ήταν θίασος (λατρευτική ομάδα) ούτε ακολούθησε το πρότυπο των εσωτεριστικών κοινοτήτων και των μυστικών ιεροτελεστιών, όπως οι Πυθαγόρειες κοινότητες, τις οποίες ο Πλάτων είχε γνωρίσει στη Νότια Ιταλία. Ήταν ανοιχτή σε όλους, προσείλκυσε, μάλιστα, και δύο γυναίκες, τη Λασθενία από τη Μαντινεία και την Αξιοθέα από τον Φλιούντα (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 4 [Οι μαθητές του Πλάτωνα], 2). Δεν υπήρχαν δίδακτρα, αλλά μόνο όσοι διέθεταν επαρκή εισοδήματα που τους επέτρεπαν να μην εργάζονται μπορούσαν να συμμετάσχουν. Η παράδοση ότι ο Πλάτων εκφώνησε δημοσίως επίσημη ομιλία για το αγαθό (Αριστόξενος, Αρμονικά στοιχεία, Π.30-31), δεν συνιστά απόδειξη ότι πραγματοποίησε και άλλες ομιλίες, είτε δημόσιες είτε εντός της Ακαδημίας, ούτε ότι ο ίδιος ή άλλα μέλη της σχολής δίδασκαν σε τακτική και συστηματική βάση.
Δεν διαθέτουμε πληροφορίες για την εσωτερική οργάνωση της σχολής ή τα κριτήρια αποδοχής μαθητών, εκτός από το γεγονός ότι ο Πλάτων ήταν επικεφαλής της (σχολάρχης) και ότι «καθόριζε τη δομή της και ρύθμιζε τα προβλήματα της», ενώ τα άλλα μέλη ακολουθούσαν. Δεν έχουμε μαρτυρίες, επίσης, για κάποια επίσημη διαίρεση σε τμήματα ή για διάκριση μεταξύ παλαιότερων και νεότερων μελών, αν και θα πρέπει να υπήρχαν διαφορές ως προς τη θέση τους. Το γεγονός ότι πολλοί μαθητές εισήλθαν στον πολιτικό βίο μετά την αποφοίτησή τους από την Ακαδημία, δείχνει ότι ο Πλάτων ευελπιστούσε πως η σχολή του θα συνέβαλε στη βελτίωση της κοινωνίας (Πλούταρχος, Ηθικά, 1126c-d). Μαρτυρούνται, όμως, πολλές άλλες πνευματικές δραστηριότητες, κυρίως συνεργασία για την επίλυση μαθηματικών προβλημάτων, που δείχνουν ότι η Ακαδημία του Πλάτωνα περιλάμβανε πρόσωπα με παρόμοια αλλά όχι πανομοιότυπα ενδιαφέροντα. Η Ακαδημία προωθούσε τη συλλογικότητα (συνουσία' Επιστολαί, Ζ', 341c) και προσπαθούσε να «προσανατολίσει τους νέους προς την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη και να δημιουργήσει ανάμεσα τους αμοιβαία φιλία και συντροφικότητα (Επιστολαί, Ζ', 328d). Πρέπει να γίνονταν διαλέξεις, «σεμινάρια», δημόσιες αναγνώσεις και τα παρόμοια, αλλά τίποτε δεν μαρτυρείται συγκεκριμένα στις πηγές. Δεν επιβάλλονταν πάγιες καθιερωμένες αρχές, τις οποίες οι μαθητές θα έπρεπε να ακολουθήσουν: επικεφαλής της σχολής, κατά το διάστημα που ο Πλάτων επισκέφθηκε τη Σικελία, τοποθετήθηκε ο μαθηματικός Εύδοξος, οι απόψεις του οποίου διέφεραν από τις απόψεις του Πλάτωνα. Επίσης, ο Πλάτων διόρισε τον ανιψιό του Σπεύσιππο ως διάδοχό του, παρά το γεγονός ότι ο Σπεύσιππος απέρριψε την πλατωνική θεωρία των ιδεών. Η Ακαδημία διατήρησε τον άτυπο χαρακτήρα της σωκρατικής διδασκαλίας, με τη διαφορά ότι συγκέντρωνε στενότερο κύκλο συνομιλητών σε σύγκριση με τον Σωκράτη. Αλλά αυτή δεν ήταν η μοναδική ούτε η σοβαρότερη έννοια, υπό την οποία ο Πλάτων πίστευε ότι η Ακαδημία διατηρούσε την κληρονομιά του Σωκράτη.
Ο Πλάτων στην Ακαδημία. Tα παλαιότερα κείμενα του Πλάτωνα -Απολογία, Κρίτων, Ίων-, τα οποία γράφτηκαν μέσα σε μία δεκαετία από το θάνατο του Σωκράτη και πριν από την ίδρυση της Ακαδημίας, διατήρησαν αυθεντικά χαρακτηριστικά της Σωκρατικής διδασκαλίας, όπως διαθλάσθηκε μέσα από την οπτική του Πλάτωνα: η ενασχόληση με ηθικά προβλήματα και η «αντίληψη της φιλοσοφίας ως φυσικής θεραπείας της ψυχής», η οποία ασκείται με τα κακούς ελέγχους και υποστηρίζεται από έναν κεντρικό πυρήνα αρχών, διαφορετικών από τις καθιερωμένες αντιλήψεις: κανείς δεν κάνει λάθος εκούσια, είναι προτιμότερο να υποφέρεις παρά να κάνεις λάθος, η αρετή είναι γνώση και κανένα κακό δεν μπορεί να συμβεί σε έναν καλό άνθρωπο.
Οι συνεχείς ανησυχίες του Πλάτωνα γίνονται εμφανείς για πρώτη φορά στον Γοργία, ο οποίος πιθανώς δημοσιεύθηκε την εποχή της ίδρυσης της Ακαδημίας. Η αντίθεση που προβάλλει, ανάμεσα στην ενεργό πολιτική ζωή και τη ζωή του φιλοσόφου, φαίνεται να αντανακλά τις αντιφάσεις των πρώτων χρόνων της ενήλικης ζωής του Πλάτωνα, περισσότερο από τις αντιλήψεις του Σωκράτη. Αντιμετωπίζοντας την ενεργό πολιτική ως προϊόν της διδασκαλίας της ρητορικής {Γοργίας, 471e-472d, 482e-486d, 490a, 491c-492c), ίσως ο Πλάτων ασκούσε τον εαυτό του στην κριτική των πολιτικών λόγων, με τους οποίους ο Ισοκράτης προσπάθησε να προετοιμάσει τους μαθητές του για τον ενεργό πολιτικό βίο. Στην κριτική που άσκησε ο Ισοκράτης στη σωκρατική προσπάθεια για τη δημιουργία της επιστήμης της ηθικής συμπεριφοράς, ο Πλάτων απάντησε με αντεπίθεση εναντίον της ρητορικής, που τη χαρακτήρισε ως την εμπειρία της κολακείας του αμαθούς όχλου (462b-463a, πρβλ. 459a). Η αιχμηρότητα των βελών του Πλάτωνα δείχνει ότι στόχος τους ήταν η διακήρυξη του Ισοκράτη Κατά των σοφιστών και ίσως η προαναγγελία της ίδρυσης της Ακαδημίας ως αντιπάλου της σχολής του Ισοκράτη.
Ο Πρωταγόρας γράφτηκε, κατά τα φαινόμενα, περίπου μεταξύ των ετών 385 π.Χ. και 380 π.Χ., για να προσδώσει περιεχόμενο στις ηθικές αρχές τις οποίες ενστερνίσθηκε, αλλά ποτέ δεν διευκρίνισε επαρκώς, ο Σωκράτης. Ο Σωκράτης απεικονίζεται πειστικά ως ο παλαιότερος και πιο επιτυχημένος υπέρμαχος του ηθικού σχετικισμού κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., όχι μόνο για την αντίληψη της ενότητας όλων των αρετών, αλλά ακόμη και για την εξάρτηση τους από τη γνώση {Πρωταγόρας 330c-334c, 349d-358d). Η ηθική ακεραιότητα δεν μπορεί να διδαχθεί, εκτός εάν γίνει δεκτό ότι βασίζεται στη γνώση (360e-362a). To ερώτημα κατά πόσο οι ηθικές αξίες {αρεταί) αποτελούν γνωστικό αντικείμενο τίθεται στο έργο Μένων, το οποίο δείχνει ότι η γνώση των μαθηματικών αρχών και των άλλων μαθημάτων απάντων είναι η ανάμνησις όσων γνώριζε η ψυχή πριν από την ενσωμάτωση της στο τωρινό σώμα της (Πλάτων, Μένων, 80d-86c). To ερώτημα εάν η αρετή μπορεί να διδαχθεί, το οποίο ισοδυναμεί με το ερώτημα αν μπορεί να «ανακτηθεί» από τη μνήμη (87b-d), προς το παρόν παρακάμπτεται, αλλά απαντάται με θετικό τρόπο στον Φαίδωνα, στο Συμπόσιο και στην Πολιτεία μέσω της θεωρίας των ιδεών.
Ο Πλάτων θεωρεί ως δεδομένη την ύπαρξη των ιδεών {είδη, ιδέαι) ακόμη και όταν τις περιγράφει για πρώτη φορά στο έργο Φαίδων, ως τις μοναδικές ηθικές και μαθηματικές ιδιότητες που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο γνώσης, διαφοροποιώντας «το δίκαιον καθ' εαυτό», «το καλόν καθ' εαυτό», «το ίσον καθ' εαυτό» κ.λπ.29, ως οντότητες ανεξάρτητες από τα αντικείμενα ή τις πράξεις μέσω των οποίων απεικάζονται. «Λέμε ότι υπάρχει κάτι "ίσο", όχι με την έννοια ότι αποκαλώ δϋο ξύλα ή δύο πέτρες [«ουδ' άλλο των τοιούτων»] ίσα μεταξύ τους, αλλά κάτι πέρα από αυτά τα πράγματα και διαφορετικό από αυτά: "αυτό το ίσον"» (Πλάτων, Φαίδων, 74a). Αυτές οι οντότητες γίνονται άμεσα αντιληπτές από την ψυχή, η οποία τις γνώριζε πριν γεννηθούμε και μπορεί να ανακτήσει αυτή τη γνώση μέσω της αναμνήσεως (72e-76d). Οι αισθήσεις πυροδοτούν την ανάμνηση διότι οι απόλυτες οντότητες συμμετέχουν στα φυσικά αντικείμενα και προσδίδουν σ' αυτά τις όποιες αναγνωρίσιμες ιδιότητες (καλό, δίκαιο, όμορφο, μεγάλο, μικρό κ.λπ.) κατέχουν (99d-100e). Ο τρόπος με τον οποίο οι αισθήσεις μπορούν να μας κάνουν να αποδυθούμε στην αναζήτηση της γνώσης των απόλυτων αξιών καταδεικνύεται στο Συμπόσιο, μέσω του παραδείγματος του κάλλους (209e-211b): ο Έρως, ο οποίος παρέχει το κίνητρο γι' αυτή την αναζήτηση, είναι αναγκαίος για τον αληθινό φιλόσοφο (203d-204b: «ώστε αναγκαίον έρωτα φιλόσοφον είναι»).
Η Πολιτεία, η οποία εκδόθηκε μετά το 377/376 π.Χ., εξερευνά τις πτυχές της θεωρίας των ιδεών, με τρόπο που καθιστά το έργο θαυμάσια σύνοψη της πλατωνικής φιλοσοφίας. Η μοναδική ουσιαστική προσθήκη του έργου στην ίδια τη θεωρία είναι η διάχυτη ιδέα του Αγαθού, η οποία αποτελεί την πηγή οποιουδήποτε «αγαθού» εμπεριέχεται σε κάθε αρετή. Η ιδέα του Αγαθού τοποθετείται πέραν της πραγματικότητας (επέκεινα της ουσίας, 509b) και προσδίδει στην πραγματικότητα όχι μόνο την οντότητα αλλά και την ίδια την ύπαρξή της (502ο 509c). Συμπληρωμένη με τον τρόπο αυτό, η θεωρία των ιδεών γίνεται το υποστύλωμα του συνόλου της πλατωνικής φιλοσοφίας, ηθικής και πολιτικής, περιλαμβάνοντας τη μεταφυσική, την οντολογία, την επιστημολογία, την ψυχολογία και τη θεωρία της εκπαίδευσης. Η φιλοσοφία αποκτά νέο νόημα, το οποίο αμέσως οριοθετεί τους γενικούς στόχους της Ακαδημίας και προσδιορίζει τη θεματική της μεταγενέστερης φιλοσοφικής έρευνας στην παράδοση της Δύσης. Σε πλήρη αντίθεση με τον Ισοκράτη (π.χ., λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 271), για τον Πλάτωνα η δραστηριότητα του φιλοσόφου μετακινείται από το βασίλειο των αισθήσεων στο οποίο ζούμε (κόσμος των αισθητών) και ασκείται αποκλειστικά στο βασίλειο του πνεύματος (κόσμος των νοητών), όπου μπορούν να αναζητηθούν τα απόλυτα ηθικά πρότυπα. Ως ειδικός σε ηθικά και πολιτικά ζητήματα, ο φιλόσοφος συνιστά προϋπόθεση καλής διακυβέρνησης: ο λόγος του είναι νόμος και πρέπει να γίνεται δεκτός χωρίς συζήτηση από τους κυβερνώμενους. Όταν ο Πλάτων ασχολείται με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο φιλόσοφος-ηγεμόνας στην προσπάθειά του να επιτύχει την αποδοχή της ηγεμονίας του (Πολιτεία, ΣΤ, 484a-497a), η ευθύνη για την αποτυχία του ηγεμόνα αποδίδεται στον αμαθή όχλο και όχι στην έλλειψη πειθούς του ηγεμόνα. Αυτή η αντίληψη του φιλοσόφου απέχει πολύ από τον Σόλωνα του Ηροδότου και από τον home d'affaire που ο Ισοκράτης επιθυμούσε να μορφώσει.
Αν και δεν υπάρχει καμία μαρτυρία ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που προτείνεται με την Πολιτεία (Ζ', 512C-541b), για την εξύψωση της διάνοιας του φιλοσόφου από το αισθητό στο νοητό κόσμο, διατυπώθηκε ως προσχέδιο του προγράμματος της Ακαδημίας, ασφαλώς αντανακλά τις προτεραιότητες και τα ενδιαφέροντα του Πλάτωνα ως διδασκάλου. Μπορεί να θεωρηθεί ως μαρτυρία για το είδος των σπουδών στα μαθηματικά, την αστρονομία και τη θεωρία της μουσικής που εφαρμοζόταν, με την παρότρυνση του Πλάτωνα, στην Ακαδημία, ίσως εν μέρει ακόμη και ως προβολή της στερεομετρίας (Ζ', 528a-d: «του επιπέδου πραγματείαν γεωμετρίαν ετίθεις»), που διδάχθηκε κατά πρωτοποριακό τρόπο. Κυρίως, όμως, επιβεβαιώνει την ύψιστη σημασία που απέδιδε ο Πλάτων στη θεωρητική φιλοσοφική συζήτηση, τη διαλεκτική, την οποία η Πολιτεία παρουσιάζει ως το ύψιστο σημείο των φιλοσοφικών σπουδών.
Tα έργα που δημοσιεύθηκαν μετά την Πολιτεία απεικάζουν τη μέριμνα της μεταφοράς της φιλοσοφίας εγγύτερα στα πρακτικά προβλήματα του βίου, ως αποτέλεσμα, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, των συζητήσεων τόσο εντός όσο και εκτός της Ακαδημίας. Ο Φαίδρος χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τις αφηρημένες ιδέες της ηθικής με τον πρακτικό σκοπό της δόμησης ορθών αρχών για τη διδασκαλία της ρητορικής, και με τέτοιο τρόπο που ο διάλογος, ως σύνολο, να μπορεί να ερμηνευθεί ως εξαγγελία της προφορικής -σε αντιπαραβολή με τη γραπτή- καλλιέργειας, της οποίας ο Ισοκράτης υπήρξε εκείνη την εποχή ο συνεπέστερος υποστηρικτής.
Η υποτίμηση του γραπτού λόγου από τον Πλάτωνα (274b-277a) μάς επιτρέπει να αποκτήσουμε μία αίσθηση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόταν το δικό του ρόλο στην Ακαδημία. Η πραγματική μάθηση απαιτεί ζωντανό περιβάλλον. Η γραφή είναι χρήσιμη μόνο ως ψυχαγωγικό πάρεργο {παιδιά) και ως βοηθητικό μέσο βιογράφησης. Δεν αποτελεί υποκατάστατο της μνήμης και κατάλληλο μέσο για τη διδασκαλία και τη μετάδοση πραγματικής γνώσης (276d). Πώς να αντιμετωπίσουμε τότε τα γραπτά του ίδιου του Πλάτωνα; Τίποτε στη σχετική αναφορά του δεν μας επιτρέπει να θεωρήσουμε τα δημοσιευμένα έργα του διαφορετικά ή υποδεέστερα -υπό οιανδήποτε έννοια- από την προφορική επικοινωνία του με τα μέλη της Ακαδημίας. Αλλά με οδύνη αναγνώριζε ότι η συγγραφή δεν μπορεί να εκφράσει όλα όσα είναι δυνατόν να λεχθούν για ένα δεδομένο ζήτημα, και επέλεξε τη διαλογική συζήτηση ως λογοτεχνική μορφή της φιλοσοφίας του, προκειμένου να δείξει ότι θεωρούσε ανοιχτή την επιχειρηματολογία. Ίσως, επιπλέον, επιθυμούσε να καταγράψει τα θέματα που συζητήθηκαν στην Ακαδημία, για να αποτελέσουν κίνητρο για περαιτέρω έρευνα.
Ζωντανές συζητήσεις και διαφωνίες που έλαβαν χώρα στην Ακαδημία, σχετικά με την οριοθέτηση και την εγκυρότητα της θεωρίας των ιδεών, μπορούν να ιχνηλατηθουν στον Παρμενίδη και τον Θεαίτητο, έργα που γράφτηκαν το ένα μετά το άλλο στις αρχές της δεκαετίας του 360 π.Χ. Νέα «είδη» ομοιότητας και ανομοιότητας, μονάδας και πλήθους, στάσης και κίνησης, που εισήχθησαν στον Παρμενίδη (128e-129e), θέτουν θεμελιώδη ερωτήματα για τη σχέση μεταξύ ιδεών και πραγμάτων (130c-e). Δεν δίνεται κάποια συγκεκριμένη απάντηση, προκύπτει, όμως, η συμφωνία ότι χωρίς «ιδέες»/«είδη» δεν είναι δυνατή ούτε η γνώση, ούτε η σκέψη, ούτε ο διάλογος (134e-135c). Ο Θεαίτητος αποδεικνύει, με αρνητικό τρόπο, ότι ούτε η αίσθηση ούτε η ειλικρινής γνώμη μπορούν από μόνες τους να επιδράσουν στη γνώση {Θεαίτητος 385 cd). Όπως το μεταγενέστερο έργο, Σοφιστής, ο Θεαίτητος τιμά τη μνήμη ενός μεγάλου μαθηματικού, η σημαντική μαθηματική ικανότητα του οποίου επέδρασε στις επιστημολογικές συζητήσεις της Ακαδημίας στις αρχές της δεκαετίας του 360 π.Χ., και ο οποίος είχε πεθάνει πρόσφατα από τα τραύματά του κατά τον πόλεμο της Αθήνας με την Κόρινθο, το 369 π.Χ.
Μία ακόμη ιδέα για το πώς ήταν η ζωή στην Ακαδημία παίρνουμε από τις διευθετήσεις που έκανε ο Πλάτων κατά τις δύο περιόδους της απουσίας του στη Σικελία, στην καταστροφική αποστολή του να μορφώσει το νεαρό Διονύσιο Β' ως φιλόσοφο-βασιλέα30. Κατά την πρώτη απουσία του, ως προσωρινός σχολάρχης υπηρέτησε στη σχολή ο Εύδοξος ο Κνίδιος31. Επί της σχολαρχίας του, ήρθε στην Ακαδημία ο Αριστοτέλης, από την πατρίδα του, τα Στάγιρα, σε ηλικία 17 ετών. Κατά τη δεύτερη απουσία του Πλάτωνα (361-360 π.Χ.), τον αναπλήρωσε ο Ηρακλείδης από τον Πόντο. Κανείς από τους δύο αυτούς άνδρες δεν ήταν Αθηναίος πολίτης ούτε και Πλατωνικός, υπό τη στενή έννοια του όρου. Ο Εύδοξος, που είχε ήδη πραγματοποιήσει αξιοσημείωτες ανακαλύψεις στα μαθηματικά, τις οποίες εφήρμοσε σε μελέτες στην αστρονομία και τη γεωγραφία και είχε ιδρύσει σχολή στην Κύζικο πριν έρθει στην Ακαδημία, διαφοροποιήθηκε από τον Πλάτωνα, διότι αμφισβήτησε τη θεωρία των ιδεών (Αριστοτέλης, Μεταφυσικά, Α', 9, 991al7, απόσπ. 189) και διότι ταύτισε την ηδονή με το αγαθό (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Α', 12,1101b27-31 Γ, 2, 1172b9-15).
Ο Ηρακλείδης, από την Ηράκλεια του Πόντου, που είχε εισέλθει στην Ακαδημία περί το 365/364 π.Χ., ήταν πολυτάλαντος, όπως και ο Εύδοξος, με ποικίλα ενδιαφέροντα, αλλά λιγότερο βαθυστόχαστος και περισσότερο εξαρτημένος από τη σκέψη του Πλάτωνα. Tα περισσότερα από τα σαράντα επτά έργα που του αποδίδονται (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 5 [Ο Αριστοτέλης και οι μαθητές του], 87-88) ήταν, όπως και του Πλάτωνα, γραμμένα σε διαλογική μορφή, ενώ τα έργα του στην αστρονομία και τη φυσική στηρίχθηκαν σε αρχές που βρίσκονται στον Τίμαιο. Παρέμεινε στην Ακαδημία μέχρι και μετά το θάνατο του Σπευσίππου το 338 π.Χ. Όταν ο Ξενοκράτης τον νίκησε με μικρή πλειοψηφία στην εκλογή για τη διαδοχή του Σπευσίππου στη θέση του σχολάρχη, επέστρεψε στην πατρίδα του την Ηράκλεια (απόσπ. 9 Wehrli).
Η ίδια αίσθηση πνευματικής ελευθερίας και ευρύτητας που απεικάζουν αυτές οι αναθέσεις αντανακλάται και στα τελευταία έργα του Πλάτωνα, που γράφτηκαν μετά την επιστροφή του στην Ακαδημία το 360 π.Χ.: Σοφιστής, Πολιτικός, Φίληβος, Τίμαιος, Κριτίας και Νόμοι, τα οποία, ως σύνολο, παρέχουν τις πλέον συνεκτικές απόψεις του συγγραφέα τους για τη φύση της ζωής στον ορατό κόσμο που ζούμε. Ο Τίμαιος είναι το μοναδικό διασωθέν τμήμα μίας τριλογίας, η οποία σχεδιάσθηκε για να συνδυασθεί με τον (ημιτελή) Κριτία και τον Ερμοκράτη, έργο που ουδέποτε γράφτηκε {Τίμαιος, 20a, 27a· Κριτίας 108a). Σκοπός της τριλογίας ήταν να θέσει το πρόβλημα της καλής διακυβέρνησης μέσα στο πλαίσιο του υλικού κόσμου, ξεκινώντας από την καταγωγή του σύμπαντος, τη θέση του ανθρώπου σ' αυτό, την εξέλιξη και τον εκφυλισμό του κοινωνικού και του πολιτικού βίου και την αποκατάσταση του μετά από έναν γενικό κατακλυσμό. Ενώ αυτό το μεγαλόπνοο και ευρηματικό σχήμα πρέπει να ανήκει πλήρως στον Πλάτωνα, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι ο Τίμαιος οφείλει πολλά στην έρευνα των άλλων μελών της Ακαδημίας και στις συζητήσεις μαζί τους, κατά τη δεκαετία του 350 π.Χ., και ιδιαίτερα των μαθηματικών και των αστρονόμων. Ήδη πριν γράψει τον Τίμαιο, ο Πλάτων είχε εγκαταλείψει την ελπίδα ότι τα ανθρώπινα δεινά μπορούσαν να θεραπευθούν από κάποιον φιλόσοφο κυβερνήτη: στον Πολιτικό, η καλή διακυβέρνηση δεν εξαρτάται από την πνευματική διορατικότητα, αλλά από τις διαχειριστικές ικανότητες ενός ηγέτη με βαθιές γνώσεις. Οι Νόμοι, το τελευταίο έργο του Πλάτωνα, που συμπληρώθηκε από το μαθητή και γραμματέα του, το μαθηματικό και αστρονόμο Φίλιππο τον Οπούντιο (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 3 [Πλάτων], 37), εγκαταλείπει κάθε ελπίδα ακόμη και για τη δυνατότητα να εξευρεθεί κάποιος ειδικός αυτού του είδους. Αντ' αυτού, προτείνει τη θέσπιση λεπτομερούς κώδικα νόμων, οι οποίοι θα τηρούνται περισσότερο διά της πειθούς των επεξηγηματικών προοιμίων τους, παρά διά του εξαναγκασμού, και θα ανανεώνονται περιοδικώς από συμβούλιο που θα συνεδριάζει τις νυκτερινές ώρες.
Ωστόσο, διαψεύσεις όπως οι παραπάνω ουδέποτε κλόνισαν την πίστη του Πλάτωνα στην ύπαρξη απόλυτων ηθικών αξιών. Στον Πολιτικό, οι αξίες αυτές ενσωματώνονται στη γνώση που έχει ο αγαθός κυβερνήτης του «αληθινοτάτου όρου [μέτρου] της ορθής διοικήσεως της πόλεως» (Πλάτων, Πολιτικός 296e), μέτρου που οι νόμοι -στην καλύτερη περίπτωση- απλώς μιμούνται (ό.π., 300e). Στους Νόμους, όπου ακόμη και η πιθανότητα της διακυβέρνησης από κάποιον επαΐοντα ανάγεται στο πολύ μακρινό παρελθόν (Πλάτων, Νόμοι, Δ', 713a-e· Θ', 853c), η βαθιά κατάρτιση του νομοθέτη τού εξασφαλίζει την κατάκτηση της αλήθειας («τον νομοθέτην αληθείας εχόμενον») (ό.η., 709c) και την καθολική ενόραση της αρετής (ό.π., Γ', 688tv Δ', 714b-c). Τον εφοδιάζει, επίσης, με μέτρο δικαίου και αδίκου που θα τον βοηθήσει στην οριοθέτηση των νόμων της κοινωνίας του (ό.π., Δ', 714b, 715b). Ο Πλάτων ουδέποτε εγκατάλειψε την πεποίθηση του ότι η γνώση των ηθικών αξιών μπορεί να αποκτηθεί μέσω των ιδεών. Αλλά η πρόσβαση στη γνώση αυτή είναι τόσο περιορισμένη, ώστε η εφαρμογή της μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω θεσμών, όπως ο κώδικας των νόμων υπό την εποπτεία του νυκτερινού συμβουλίου. (...)
Συνεχίζεται....
ΠΗΓΗ: Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ: "Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας", Τόμος 7ος.
http://www.sakketosaggelos.gr/Article/285/
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης